- πραυντής
- πραυντήςone who appeasesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραϋντής — ὁ, Α [πραΰνω] αυτός που καταπραΰνει, που κατευνάζει … Dictionary of Greek
πραϋντικός — ή, ό / πραϋντικός, ή, όν, ΝΑ [πραϋντής] 1. αυτός που είναι ικανός να καταπραΰνει, κατευναστικός 2. ιατρ. καταπραϋντικός, ανακουφιστικός. επίρρ... πραϋντικώς / πραϋντικῶς ΝΑ, πραϋντικά Ν κατά τρόπο πραϋντικό … Dictionary of Greek